- πεμπτημόριο(ν)
- το (одна) пятая часть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεμπτημόριο — το / πεμπτημόριον, ΝΑ το ένα από τα πέντε ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλον, το ένα πέμπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπτος + μόριον κατά τα δεκατη μόριον, τεταρτη μόριον] … Dictionary of Greek
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek